ὑψηλοτέρου

ὑψηλοτέρου
ὑψηλός
high
masc/neut gen comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δυναμικό — (Φυσ.). Όρος της φυσικής ο οποίος αναφέρεται στο ποσό του έργου που παράγει μία δύναμη. Για τον προσδιορισμό του φυσικού αυτού μεγέθους είναι σκόπιμη η αναφορά στην έννοια του πεδίου. Πεδίο καλείται μια περιοχή του χώρου, μέσα στην οποία υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • HABITATIO — apud Suet. Iul. c. 38. Annuam etiam habitationem Romaeusque ad bina milia nummûm, in Italia non ultra quingenos sestertios remisit: τὸ ἐνοίκιον est, pensio sc. quae habitationis causâ penditur. Iurisconsulti etiam obventionem vocant. Et quidem A …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έξαλα — Η κάθετη απόσταση που μετράται στη μέση του μήκους του σκάφους, ανάμεσα στη γραμμή του νερού, όταν το πλοίο είναι εντελώς φορτωμένο, και μιας γραμμής που λαμβάνεται κατά μήκος του υψηλότερου συνεχούς καταστρώματος, πάνω στο οποίο μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • δύναμη — (Φυσ.). Όρος που χρησιμοποιείται στη φυσική για να χαρακτηρίσει την αιτία κάθε μεταβολής στην κινητική κατάσταση των σωμάτων ή κάθε παραμόρφωσής τους. Έτσι, υπάρχει, για παράδειγμα, η δ. του βάρους, η ελαστική δ. που ασκείται από ένα… …   Dictionary of Greek

  • ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κατακρουνίζω — (Α) χύνω νερό με δύναμη πάνω από κάποιον ή από κάτι («ἐξ υψηλοτέρου βάλλοντες καὶ οἷον κατακρουνίζοντες», Γαλ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κρουνίζω «ρίχνω νερό με δύναμη προς τα κάτω» (< κρουνός)] …   Dictionary of Greek

  • λίπανση — Η παρεμβολή –μεταξύ δύο οργάνων σε επαφή και σε σχετική κίνηση– ουσιών κατάλληλων για την ελάττωση της τριβής των επιφανειών και της φθοράς τους. Η λ. είναι απαραίτητη για την ορθή και μακροχρόνια λειτουργία των μηχανών, που διαθέτουν όργανα με… …   Dictionary of Greek

  • οκτάβα — και οχτάβα, η (Μ ὀκτάβα, γεν. ης) νεοελλ. 1. μουσ. διάστημα τού οποίου ο υψηλότερος φθόγγος έχει συχνότητα διπλάσια από τη συχνότητα τού χαμηλότερου, γεγονός χάρη στο οποίο ο πρώτος γίνεται αντιληπτός ως ταυτόσημος με τον δεύτερο αλλά υψηλότερου… …   Dictionary of Greek

  • τονισμός — ο, Ν [τονίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τονίζω 2. γραμμ. α) η έξαρση τής φωνής κατά την προφορά τής τονισμένης συλλαβής μιας λέξης β) το τονικό σύστημα μιας γλώσσας 3. μουσ. η ενέργεια και ο τρόπος με τον οποίο εκπέμπεται ένας φθόγγος 4 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”